Ἄρεως

Ἄρεως
Ἄρης, Ἄρεως
Grammatical information: On the flexion Schwyzer 576
Meaning: the god of war; also god of vengeance and oaths (Arcadia, Athens etc., s. Kretschmer Glotta 11, 195ff.); metonym. for `war' (Trümpy Fachausdrücke 152f.).
Dialectal forms: Myc. dat. are, adj. are(i)jo; PN are(i)mene. Boeot. Lesb. Ἄρευς
Derivatives: Fem. Ἄρεια in Arc. τὰν Άθάναν τὰν Ἄρειαν; adj. Ἄρειος, Ion. Άρήϊος, Lesb. Άρεύϊος (Ζεὺς Ἄρειος Epirus, Ἄρειος πάγος Athens, deriv. ᾽Αρεοπαγίτης). Name Άρητάδης (Bechtel Namenstud. 11).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The ancient grammarians and lexicographers (e. g. EM 140) connected ἀρή `Schaden, Unheil, Verderben', cf. ἄρος βλάβος ἀκούσιον H. The connection is improbable: IE origin of such a name is not to be expected. On the flection Schulze Q.454ff., Bechtel (above) and Kretschmer Glotta 15, 197
Page in Frisk: 1,138

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀρέως — Ἄρεος the spring of Ares adverbial Ἄρεος the spring of Ares masc acc pl (doric) Ἀρέω̆ς , Ἀρεύς masc gen sg Ἀρεύς masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄρεως — Ἄρης the god of destruction masc gen sg Ἄρεω̆ς , Ἄρις fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρεως — Ἄρης the god of destruction masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άρεως, πεδίον — Ανοιχτός χώρος στη Ρώμη, ανάμεσα στους λόφους του Καπιτωλίου, του Κυρηναλίου και του Πιγκίου και στη μεγάλη καμπή του Τίβερη. Ανήκε στους Ταρκυνίους, αλλά μετά την κατάργηση της βασιλείας τους τον αφιέρωσαν στο θεό του πόλεμου Άρη και από τότε… …   Dictionary of Greek

  • σάγαρις — άρεως και ιων. τ. γεν. ιος, ἡ, Α είδος όπλου, πιθ. διπλός πέλεκυς που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες κατά την εποχή τών Αχαιμενιδών, οι Αμαζόνες και ορισμένοι σκυθικοί λαοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με το λατ. sagitta… …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρι — άρεως, τὸ, Α βλ. σάκχαρο …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρις — άρεως, η, ΝΑ (λόγιος τ.) η ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σάκχαρ (βλ. σάκχαρο)] …   Dictionary of Greek

  • τύβαρις — άρεως, ὁ, Α είδος δωρικού αρτύματος από φύλλα σέλινου και ξύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκίθαρις — άρεως, ὁ, ἡ, και δ. γρφ. χρυσοκίθαρος, ον, Α αυτός που έχει χρυσή κιθάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κίθαρις / κίθαρος (< κιθάρα / κίθαρις), πρβλ. ἀ κίθαρις] …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”